..................................
Τα αυστηρώς «ανδρικά» και μισογυνικά ανθρωπάκια του, ακάλυπτα, φαλακρά, ή με την κλασσική τραγιάσκα, με μεγάλες επιμήκεις μύτες και βλέμμα αποστασιοποιημένο, σχεδόν γραφειοκρατικό και «καφκικό», μοιάζουν στους πίνακές του να περιμένουν σε μια «θεσμική» ακινησία «της ουράς», της αποβάθρας, του σταθμού, ίσως του τελωνείου, της εφορίας, ή άλλου χώρου διαμετακόμισης και πεσιμιστικής προσμονής. Σφιχτοκρατούν όλοι τις ίδιες χαρτονένιες βαλίτσες, με τις πέτσινες γωνίες σαν πηγούνια στα άκρα. Είναι ίδιου μεγέθους, ίδιας κοπής και σχήματος και το μόνο που θα τις διαφοροποιούσε στα μάτια της φαντασίας μας θα ήταν, ίσως, το αόρατο περιεχόμενό τους. Όμως, όλες μοιάζουν τόσο ανάλαφρες σαν αδειανές και η μόνη δύναμη βαρύτητας που δεν τις αφήνει κάποιες φορές να πετάξουν, και τις κρατά συνδεδεμένες με τη γή, μοιάζει να είναι το στιβαρό κράτημα με το οποίο τις περιθάλπτουν οι κάτοχοί τους.
Ποιά είναι αυτά τα όντα με τα προκάτ καφετί κακοραμμένα κοστούμια παντός καιρού; Τί τα σπρώχνει να κάνουν το απονεννοημένο διάβημα να παραταχθούν στην ουρά, ή στη γραμμή, να ντυθούν έτσι, και τέλος τί τα αναγκάζει με μια βαλίτσα στο χέρι να μπούν στη διαδικασία της φυγής; Γιατί το ταξίδι που μοιάζει να μπαίνει σε κίνηση δεν δείχνει τον προορισμό του ούτε στα πρόσωπα ούτε στη διάθεση που αποπνέουν. Μοιάζει με μια φυγή στο πουθενά ή σε έναν απροσδιόριστο χώρο που οι άνθρωποι φαίνεται να ονειρεύονται και να προσμένουν μοιρολατρικά.